- λαοπόθητος
- -η, -οο πολύ αγαπητός στον λαό.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Γ. Μελισταγή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαοπόθητος — η, ο αυτός τον οποίο ποθεί ο λαός: Πολλοί σκοτώθηκαν στον αγώνα για τη λαοπόθητη ανεξαρτησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… … Dictionary of Greek